χυδαϊκός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χυδαίους, ευτελής. επίρρ... χυδαϊκώς / χυδαϊκῶς, ΝΑ με χυδαίο τρόπο ή σε χυδαία γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος/χυδαΐζω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
χυδαϊκώς — Α επίρρ. βλ. χυδαϊκός … Dictionary of Greek